φλεβορραγία

φλεβορραγία
φλεβο-ρρᾰγία, ,
A bursting of a vein, Hp.Acut. (Sp.) 40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φλεβορραγία — η, ΝΜΑ αιμορραγία από φλέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγία. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. γαλλ. phleborragie] …   Dictionary of Greek

  • φλεβορραγία — η (ιατρ.), ρήξη φλέβας και αιμορραγία της, φλεβική αιμορραγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεβορραγίαν — φλεβορραγίᾱν , φλεβορραγία bursting of a vein fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεβορραγίης — φλεβορραγία bursting of a vein fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”